πυγμή

πυγμή
πυγμ-ή, , ([etym.] πύξ)
A fist, Hp.Art.71, E.IT1368;

τῇ π. θενών Ar.V. 1384

;

πυγμῇ πατάξαι LXX Ex.21.18

, cf. Is.58.4.
2 boxing, as an athletic contest,

πυγμῇ νικήσαντα Il.23.669

;

πυγμὴν νικᾶν E.Alc.1031

;

ἄνδρας πυγμὰν ἐνίκα Ὀλύμπια AP6.256

(Antip.);

πυγμᾶς ἄποινα Pi. O.7.16

, cf. 10(11).67; πυγμὴν or τὴν π. ἀσκεῖν, Pl.Lg.795b, D.61.24; freq. in Inscrr., e.g. πυγμὴν Ζωΐλος (sc. ἐνίκησε) IG7.1765 ([place name] Thespiae), etc.
b generally, fight, π. μονομάχων καὶ θηρίων Edict.Caes. ap. J.AJ14.10.6, cf. Artem.5.58; εἰς π. καθίστασθαι, τρέπεσθαι, of partridges, Gp.14.20.1,2.
3 in Ev.Marc.7.3, πυγμῇ νίψασθαι is interpr. diligently (v.l. πυκνά, often).
II a measure of length, the distance from the elbow to the knuckles,= 18 δάκτυλοι, Thphr.HP9.11.5, Poll.2.147,158.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυγμῇ — πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμή — fist fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… …   Dictionary of Greek

  • πυγμή — η 1. γροθιά. 2. μτφ., δύναμη, επιβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυγμῆι — πυγμῇ , πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кулачный бой —    • Πυγμή,          πυγμάχοι, πύξ, πύκται, см. Gymnasium, Гимнасий …   Реальный словарь классических древностей

  • πυγμαῖς — πυγμή fist fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαί — πυγμή fist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμᾶς — πυγμή fist fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμῆς — πυγμή fist fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμήν — πυγμή fist fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”